κεραυνοβολώ

κεραυνοβολώ
κεραυνοβολώ, κεραυνοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κεραυνοβολάω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραυνοβολώ — και κεραυνοβολάω κεραυνοβόλησα, κεραυνοβολήθηκα, κεραυνοβολημένος, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω, αποστομώνω: Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραυνοβολώ — (ΑΜ κεραυνοβολῶ, έω) [κεραυνοβόλος] 1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω 2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός νεοελλ. καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο …   Dictionary of Greek

  • αστραποκαίω — καίω με αστραπή, κεραυνοβολώ …   Dictionary of Greek

  • βροντώ — (AM βροντῶ, άω) [βροντή] 1. (γ πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής 2. παράγω βρόντο νεοελλ. 1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ 2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο 3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 4. αντηχώ… …   Dictionary of Greek

  • κατακεραυνώνω — και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, όω) χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τόν αποσβολώνω …   Dictionary of Greek

  • καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβολία — η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ] εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση νεοελλ. 1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της 2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλημα — το η κεραυνοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Φεραίο] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόληση — η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) [κεραυνοβολώ] το χτύπημα με κεραυνό νεοελλ. 1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια 2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλιον — κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) [κεραυνοβολώ] ο κεραυνός, το αστροπελέκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”